θαλασσαῖος

θαλασσαῖος
θαλασσαῖος
dyed purple
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσαῖον — θαλασσαῖος dyed purple masc acc sg θαλασσαῖος dyed purple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίων — θαλασσαί̱ων , θαλασσαῖος dyed purple fem gen pl θαλασσαί̱ων , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσαίαισι — θαλασσαί̱αισι , θαλασσαῖος dyed purple fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίη — θαλασσαί̱η , θαλασσαῖος dyed purple fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίην — θαλασσαί̱ην , θαλασσαῖος dyed purple fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίης — θαλασσαί̱ης , θαλασσαῖος dyed purple fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίοιο — θαλασσαί̱οιο , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσαίοις — θαλασσαί̱οις , θαλασσαῖος dyed purple masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”